δακτυλιδίου

δακτυλιδίου
δακτυλίδιον
ring
neut gen sg
δακτυλῑδίου , δακτυλίδιον
ring
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο …   Dictionary of Greek

  • οπισθοσφενδόνη — ὀπισθοσφενδόνη, ἡ (Α) το πίσω μέρος σφενδόνης, δηλ. δακτυλιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + σφενδόνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”